αναθιβάνω
Смотреть что такое "αναθιβάνω" в других словарях:
αθιβάλλω — και αθιβάνω και αναθιβάνω (αόρ. αναθίβαλα) 1. αμφιβάλλω: Μην αθιβάλλεις για ό,τι λέω. 2. διηγούμαι: Ν αναθιβάλω και να πω τα κάμαν και τα φέραν (Ερωτόκριτος) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναβάνω — και αναβάλλω και αναθιβάνω και αναθιβάλλω και αθιβάλλω θυμούμαι, αναφέρω κάποιον: Παίζει τομάτι μου· κάποιος μ αναθιβάνει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναθιβάλλω — και αναθιβάνω αόρ. αναθίβαλα και ανεθίβαλα, μνημονεύω, διηγούμαι: Ν αναθιβάλω και να πω τα κάμαν και τα φέραν (Ερωτόκριτος) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)