αναθιβάνω

αναθιβάνω
обл см. αναβάνω

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "αναθιβάνω" в других словарях:

  • αθιβάλλω — και αθιβάνω και αναθιβάνω (αόρ. αναθίβαλα) 1. αμφιβάλλω: Μην αθιβάλλεις για ό,τι λέω. 2. διηγούμαι: Ν αναθιβάλω και να πω τα κάμαν και τα φέραν (Ερωτόκριτος) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναβάνω — και αναβάλλω και αναθιβάνω και αναθιβάλλω και αθιβάλλω θυμούμαι, αναφέρω κάποιον: Παίζει τομάτι μου· κάποιος μ αναθιβάνει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναθιβάλλω — και αναθιβάνω αόρ. αναθίβαλα και ανεθίβαλα, μνημονεύω, διηγούμαι: Ν αναθιβάλω και να πω τα κάμαν και τα φέραν (Ερωτόκριτος) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»